O ΔΕΙΚΤΗΣ ΤΗΣ ΒΕΝΖΙΝΗΣ, είχε φτάσει σχεδόν στη δεύτερη γραμμή πριν από το τέλος. Έτσι, άναψα το αριστερό φλας και βγαίνοντας από την εθνική οδό κατευθύνθηκα προς τη Λεωφόρο Καβάλας. Διάνυσα περίπου τρία τέσσερα χιλιόμετρα και έφτασα στο πρατήριο που πάντα βάζω βενζίνη. Στο φτηνότερο που έχω βρει μέχρι στιγμής.
Μπροστά μου ήταν δυο άλλα αυτοκίνητα. Περίμενα κάνα πεντάλεπτο και ήρθε η σειρά μου. Είπα στο παιδί να το ποτίσει με είκοσι ευρώ και του ’δωσα το χρήμα. Καθώς γέμιζε το αχόρταγο ντεπόζιτο ευρώ, σαν τρύπιος κουμπαράς, είχα κατέβει και καθάριζα τα παπρίζ με το βουρτσάκι.
Τη στιγμή εκείνη, ήρθε ένα ακριβό αυτοκίνητο να βάλει και αυτό βενζίνη. Συγχρόνως, το παιδί είχε πεταχτεί μέσα να εξυπηρετήσει έναν πελάτη. Στο ακριβό αυτοκίνητο, οδηγός ήταν μια κυρία στολισμένη με περίσσια λούσα. Συνοδηγός, ήταν μια άλλη κυρία εξίσου στολισμένη, σωστές κερκέζες.
Η οδηγός λοιπόν, με κοίταξε μ’ ένα ύφος πολύ υποτιμητικό, σα να μην είχα καμία αξία, σαν να ήμουν υποχείριό της. Νόμιζε ότι δούλευα στο βενζινάδικο, λες και τα παιδιά που εργάζονται στα βενζινάδικα δεν έχουν αξία.
Τι κοιτάζει; σκέφτηκα. Το παίζει υπεράνω, αλλά κατά τ’ άλλα ήρθε στο φθηνότερο πρατήριο. Τώρα θα δεις, είπα μέσα μου, και εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία…
Πλησίασα στο παράθυρο και της είπα:
- Καλησπέρα σας, πόσο να βάλω;
- Από πού ξεφύτρωσες εσύ, καινούργιος είσαι; Πού είναι ο Τάκης; Με ρώτησε με ύφος βαρόνης που αντικρίζει πατημένο ποντίκι.
- Μάλιστα κυρία, καινούργιος είμαι, ο Τάκης εξυπηρετεί μέσα έναν πελάτη. Πόσο να σας βάλω;
- Βάλε τριάντα ευρώ και καθάρισε τα τζάμια γρήγορα.
Η συνοδηγός, ακούγοντας τη φίλη της να μιλάει… πολιτισμένα, σαν να με χειραγωγούσε, την κοίταξε και έσκασε στα γέλια.
- Μάλιστα Κυρία, αμέσως. Μου δίνεται όμως τα χρήματα πρώτα, γιατί εχτές κάποιος, μόλις του γεμίσαμε το ντεπόζιτο, πάτησε γκάζι και έγινε καπνός, και τώρα, όπως καταλαβαίνετε, είμαστε κάπως επιφυλακτικοί.
- Έλα πάρε, και άσε τα πολλά λόγια.
Έβγαλε τα λεφτά μέσα από ένα σκούρο καφέ πορτοφόλι και μου τα έδωσε με στυλ, σαν αυτούς που πληρώνουν με πιστωτική κάρτα.
- Μάλιστα, μάλιστα, είπα και πίσω μου ηχούσαν τα χάχανα…
Ωστόσο, το δικό μου ντεπόζιτο είχε τιγκάρει, έβγαλα λοιπόν τη μάνικα και την έβαλα στη θέση της.
- Άντε, άντε κουνήσου! Φώναξε η… κυρία.
Βίδωσα τη τάπα του αυτοκίνητό μου ήρεμα, έκλεισα το πορτάκι αργά και σταθερά, άνοιξα τη πόρτα του οδηγού και μ’ ένα γρήγορο σάλτο βρέθηκα στο κάθισμα, έκλεισα την πόρτα, έβαλα το κινητήρα πιτσ-fuse μπροστά, πάτησα γκάζι και έγινα καπνός…